- ἀποβολιμαῖος
- ἀποβολιμαῖοςapt to throw awaymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποβολιμαίος — ἀπολιμαῑος, ον (Α) 1. φρ. «ἀποβολιμαῑος τῶν ὅπλων» αυτός που πετάει τα όπλα του 2. ο ανάξιος λόγου, αυτός που είναι για πέταμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + βόλιμος < βόλος ή βολή < βάλλω] … Dictionary of Greek
ἀποβολιμαῖα — ἀποβολιμαῖος apt to throw away neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)